-
1 συνιστορέω
A know together, σ. αὑτῷ τι to be conscious of a thing, Men.632; ἑαυτῷ ὅτι.. Aristeas 215;ἑαυτῷ κακὸν πεπραχότι Id.260
, cf. PSI1.64.22 (i B.C.), Phld.Mus. p.84 K.: c. inf., Aristeas 243 (dub. l.).2 σ. κακοῖς consort with.., Vett.Val.126.22; οἱ συνιστοροῦντες accomplices, Heph.Astr.3.37 in Cat.Cod.Astr.8(1).156.3 c. acc., connive at, ([place name] Philadelphia), cf. PSI8.901.12 (i A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνιστορέω
См. также в других словарях:
συνιστορώ — έω, ΜΑ [ἱστορῶ] εξιστορώ επίσης κι εγώ (α. «... συνιστορεῑ καὶ Ἀθήναιος», Ευστ., β. «ταῡτα γὰρ πρότερον συνιστορεῑν τοὺς εὑρόντας», Κλεάνθ.) αρχ. 1. γνωρίζω καλά, έχω συνείδηση ενός πράγματος («ὁ συνιστορῶν αὐτῷ τι», Μέν.) 2. συνδέομαι, έχω… … Dictionary of Greek